- τροπαϊκόν
- τὸ, ΜΑαργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που ήταν ισοδύναμο με μισό δηνάριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροπαικά — τροπαικόν a half denarius neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαϊκιαίος — και τροπαϊκαῑος, αία, ον, Α (για χρηματικό ποσό) αυτός που ανέρχεται σε ένα τροπαϊκόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροπαϊκόν + κατάλ. (ι)αῖος*] … Dictionary of Greek